- δευτεραῖα
- δευτεραῖοςon the second dayneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτεραία — δευτεραί̱ᾱ , δευτεραῖος on the second day fem nom/voc/acc dual δευτεραί̱ᾱ , δευτεραῖος on the second day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεραίᾳ — δευτεραί̱ᾱͅ , δευτεραῖος on the second day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεραίος — δευτεραῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα 2. το θηλ. ως ουσ. φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη … Dictionary of Greek